δημοσιολογία

δημοσιολογία
η
η επιστημονική μελέτη τού δημόσιου δικαίου και γενικότερα τών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοσιολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Ιωάννη Σούτζο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δημοσιολογία — η η επιστημονική ενασχόληση με τα πολιτικά και κοινωνικά δημόσια πράγματα και το Δημόσιο Δίκαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • δημοσιολόγος — ο ο ειδικός στη δημοσιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπυρ. Ιωάν. Βαλέτα, Ιήτη] …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σούτσος — Επώνυμο μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας, η οποία καταγόταν από την Ήπειρο, και κατ’ άλλους από τη Βουλγαρία, και είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη πριν από την άλωση, με το επώνυμο Δράκος. Μετά την άλωση, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • δημοσιολογώ — δημοσιολόγησα, ασκώ τη δημοσιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημοσιολόγος — ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη δημοσιολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”